- συγκατέχω
- μετ. владеть сообща, совместно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκατέχω — ΝΜΑ κατέχω κάτι από κοινού με άλλον αρχ. 1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον 2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek