συγκατέχω

συγκατέχω
μετ. владеть сообща, совместно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συγκατέχω" в других словарях:

  • συγκατέχω — ΝΜΑ κατέχω κάτι από κοινού με άλλον αρχ. 1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον 2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»